Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

ΤΟ 1821 ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ: ΣΚΕΨΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΚΑΙ «ΑΝΘΕΛΛΗΝΙΚΕΣ»

Διακόσια σχεδόν χρόνια μετά την ίδρυση του ελληνικού Κράτους η κοινωνία παραμένει προσκολλημένη σε μια αγιογραφική αφήγηση της εξέγερσης που οδήγησε, μέσα από υπέργειες κι υπόγειες διαδρομές, στην  ελληνική ανεξαρτησία.
Κάθε άλλη ανάγνωση ή αφήγηση προκαλεί «ιερή οργή κατά του ιερόσυλου» κι ομοβροντίες ανακοινωθέντων που καταδικάζουν «τους ανθέλληνες».
Διακόσια σχεδόν χρόνια μετά, το ελληνικό έθνος προτιμάει να πιστεύει ότι «το έφερε ο πελαργός», παρά να μάθει λεπτομέρειες του επώδυνου τοκετού που οδήγησε στη γέννησή του.

Για άλλη μια φορά θα σημαιοστολιστούν οι πόλεις, θα παρελάσουν στις κεντρικές λεωφόρους τους οι μαθητές μπροστά τους εκπροσώπους των τοπικών φορέων, οι δήμαρχοι, οι δάσκαλοι και οι παπάδες δε βγάλουν φλογερούς πατριωτικούς λόγους.
Θα εξάρουν την αρετή των κλεφτών και των αρματολών, τον ηρωισμό των προκρίτων, ιδίως των κληρικών, θα πλέξουν το εγκώμιο των «ηρωικών φιλελλήνων», θα καταγγείλουν τις «οθωμανικές αγριότητες», θα σιωπήσουν για τις πολυαίμακτες εμφύλιες έριδες των εξεγερμένων ή θα χύσουν μερικά δάκρυα για την «εθνική μάστιγα, το διχασμό». Με δυο λόγια θα αναμασήσουν όλα όσα εδώ και 180 σχεδόν χρόνια διδάσκονται με απίστευτη μονοτονία στα ελληνικά σχολεία.
Άλλωστε η αφήγηση αυτή ήταν υποχρεωτική για κάθε Ιστορικό για έναν περίπου αιώνα. Χρειάστηκε το θράσος ενός νεαρού νεοφώτιστου κομμουνιστή και ιστοριοδίφη, του Γιάννη Κορδάτου, για να δούμε το πρώτο πόνημα που αμφισβητούσε την την αγιογραφική αφήγηση του αγώνα της ανεξαρτησίας. Για την «Κοινωνική Σημασία της Επαναστάσεως του 1821» ο λόγος, που υπήρξε, μακράν, η σημαντικότερη συμβολή του συγγραφέα στην ελληνική ιστοριογραφία.
Τι ήταν λοιπόν η «επανάσταση του '21»; Μια εθνεγερσία, μια αστική εξέγερση, μια αγροτική εξέγερση, συνωμοσία των μεγάλων χριστιανικών κρατών σε βάρος της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, λίγο απ' όλα ή όλα μαζί;
Η αυγή του 19ου αιώνα βρήκε την Οθωμανική Αυτοκρατορία βυθισμένη σε βαθιά οικονομική, διοικητική, πολιτική και κοινωνική κρίση. Τίποτα δε λειτουργούσε στη διοίκηση, που αδυνατούσε να εισπράξει έσοδα καταφεύγοντας κάθε μέρα σε περισσότερους και πιο δυσβάστακτους φόρους. Οι οποίοι ήταν για τους Χριστιανούς πολλαπλάσια δυσβάσταχτοι. Οι εμπορικοί δρόμοι στο έλεος των ληστών, οι θάλασσες στο έλεος των πειρατών κάθε χρώματος και θρησκείας, οι τοπικές αρχές διεφθαρμένες ως το μεδούλι. Και τα φλογερά αντιαπολυταρχικά μηνύματα της Γαλλικής Επανάστασης, σε συνδυασμό με τις στρατιωτικές επιτυχίες του Βοναπάρτη, φούσκωναν τα μυαλά των ελληνόφωνων Χριστιανών μορφωμένων.
Ο πληθυσμός ασφυκτιούσε. Ασφυκτιούσαν οι χωρικοί, από τη φορολογία και τις αυθαιρεσίες της εξουσίας, από τους τοκογλύφους που τους έπαιρναν τη γη, και πύκνωναν οι τάξεις των φυγόδικων στα βουνά, που έπρεπε να ζήσουν από τη ληστεία, των κλεφτών.
Ασφυκτιούσαν οι Χριστιανοί γαιοκτήμονες και προύχοντες, διότι, αφ' ενός οι φόροι γίνονταν κάθε μέρα πιο δυσβάσταχτοι, αφ' ετέρου ήταν τα πρώτα θύματα των αντιποίνων του Σουλτάνου κάθε φορά που ξεσηκώνονταν η φτωχολογιά.Και έτρεμαν μια νέα εξέγερσή της.
Ασφυκτιούσαν οι έμποροι από τους φόρους που εκμηδένιζαν τη δυνατότητα κέρδους, την ανασφάλεια των οδών, στεριανών και θαλάσσιων. Και στήριζαν τη Φιλική Εταιρεία και τους ενθουσιώδεις εκπροσώπους της που ονειρεύονταν ένα εθνικό κράτος σαν αυτά της Δύσης, ελεύθερο, όχι μόνο από την απολυταρχία του Σουλτάνου, αλλά από κάθε απολυταρχία.
Ασφυκτιούσαν οι καραβοκύρηδες των νησιών του Αιγαίου, οι οποίοι είχαν φτιάξει σημαντικές περιουσίες στη διάρκεια των Ναπολεόντιων πολέμων σπάζοντας το εμπάργκο του βρετανικού στόλου στα ελεγχόμενα από τους Γάλλους λιμάνια της Μεσογείου και τώρα έπρεπε να περιοριστούν στα περιορισμένα κέρδη του φυσιολογικού εμπορίου.
Ασφυκτιούσαν και τα πληρώματά τους, που είχαν συνηθίσει σε μερίδιο από τα κέρδη του σπασίματος του εμπάργκο και τώρα έπρεπε να τα βγάλουν πέρα με τα πενιχρά τους μεροκάματα.
Όλοι αυτοί ξεσηκώθηκαν το Μάρτη του 1821και όχι την 25η Μαρτίου. Η κάθε κοινωνική ομάδα είχε δικούς της στόχους, αδιαφορώντας για τους στόχους  των άλλων. Το μόνο που τους ένωνε ήταν ένα «ως εδώ και μη παρέκει». Δεν είναι τυχαίο ότι οι πρώτες πράξεις που άναψαν τη σπίθα της εξέγερσης ήταν δολοφονίες φοροεισπρακτόρων (κι όχι το λάβαρο της Αγίας Λαύρας που ποτέ δεν υψώθηκε).
Κι από την πρώτη στιγμή άρχισαν, ο καθένας να προσπαθεί να προωθήσει τις δικές του επιδιώξεις. Οι οπλαρχηγοί ήθελαν τη γη και τα πλούτη των Οθωμανών αξιωματούχων, τις ίδιες βλέψεις είχαν όμως και οι προύχοντες. Οι χωρικοί ήθελαν γη, οι Φιλικοί να γίνει οργανωμένο Κράτος.
Δεν είναι τυχαίο το ότι, από το 1823 μέχρι και τη μάχη της Πέτρας, την τελευταία συμπλοκή των εξεγερμένων με τμήματα του Οθωμανικού στρατού, το 1829, οι ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ των εξεγερμένων ήταν πολλαπλάσιες των συγκρούσεών τους με τα οθωμανικά στρατεύματα
Οι αιτίες; Βασικά το κουμάντο στο μπαγιόκο του πρώτου δανείου από την Αγγλία. Από δίπλα κι όλα τ' άλλα: οι κόντρες μεταξύ των οπλαρχηγών για την αρχηγία ενός στρατού που δεν υπήρχε, η προσπάθεια των προκρίτων να αντικαταστήσουν την οθωμανική εξουσία με τη δική τους, οι προσπάθειες των έκπτωτων από την οθωμανική κρατική μηχανή, εξ αιτίας της εξέγερσης, Φαναριωτών να ελέγξουν την κατάσταση, μέχρι και οι ανταγωνισμοί των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Και μέσα σ' αυτό το μπάχαλο οι Φιλικοί, που είχαν κι αυτοί γίνει από 100 χωριά για τους παραπάνω λόγους, να προσπαθούν να οργανώσουν την εξέγερση.
Ο ρόλος της Εκκλησίας και των προυχόντων είναι ένα ταμπού στην εθνική μας αφήγηση. Υπήρξαν σίγουρα επίσκοποι που στήριξαν εξ αρχής τους εξεγερμένους,  (βλ. Ησαΐας Σαλώνων), όπως και κάποιοι προύχοντες, όμως οι περισσότεροι,  συντάχθηκαν με την εξέγερση εκ των υστέρων και με κρύα καρδιά. Όμως στην Ελλάδα Ελλήνων Χριστιανών τέτοια θέματα δεν είναι δημοφιλή.
Εξ ίσου αμφιλεγόμενη ήταν η στάση και πολλών οπλαρχηγών. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, όχι όμως ο μόνος, ο Καραϊσκάκης που, ελάχιστα έως καθόλου είχε ακουστεί μέχρι το 1826. Τότε τον έκαναν αρχιστράτηγο της Ρούμελης και έλαμψε το άστρο του. Άλλοι πάλι, περιφέρονταν με τους ενόπλους τους φροντίζοντας να είναι μακριά από τη φωτιά. Χαρακτηριστικά, αλλά όχι μοναδικά τέτοια παραδείγματα, οι Πανουργιάς και Δυοβουνιώτης. Όμως οι οπλαρχηγοί του '21 πρέπει να είναι «ατρόμητοι», «ήρωες» και προ πάντων, «θεοσεβούμενοι».
Ένα άλλο ταμπού είναι το ζήτημα των Φιλελλήνων. Ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει τις αγαθές προθέσεις κάτι χιλιάδων προδρόμων των Διεθνών Ταξιαρχιών, που παράτησαν τη βολή τους στη Δύση για να σφαχτούν στα κατσάβραχα της Ρούμελης και της Πελοποννήσου. Το ότι δίπλα σ' αυτούς ήταν και κάποιοι τυχοδιώκτες του σχοινιού και του παλουκιού ήσσονος σημασίας είναι. Όμως η πραγματική και πιο ουσιαστική συμβολή τους ήταν η διαμόρφωση της επίσημης γλώσσας και της εθνικής ιδεολογίας του ελληνικού Κράτους
Αυτοί οι φιλελεύθεροι αστοί, που ασφυκτιούσαν στην Ευρώπη του Συμβουλίου της Βιέννης, είδαν στην εξέγερση των Χριστιανών του ελλαδικού χώρου την ανάσταση της κλασσικής αρχαιότητας. Και το επικοινώνησαν με τέτοιο τρόπο, που κατόρθωσαν να διαμορφώσουν γνώμη στις πολιτικές ηγεσίες. Οι μυθοπλαστικές αφηγήσεις στα φιλολογικά σαλόνια, τα φλογερά άρθρα στις εφημερίδες, η δύναμη των εικόνων του Εζέν Ντελακρουά (η Σφαγή της Χίου) συνιστούν ίσως την πρώτη - δεν είμαι βέβαιος - περίπτωση που η προπαγάνδα των μέσων ενημέρωσης (στην περίπτωσή μας η αρθρογραφία, οι αφηγήσεις, ο πίνακας του Ντελακρουά) μεταστρέφει την άποψη της εξουσίας. Ακόμα περισσότερο, οι οπλαρχηγοί γίνονται οι «απόγονοι του Μιλτιάδη και του Θεμιστοκλή», που συγκρούονται με την «ανατολίτικη απολυταρχία». Οι κάτοικοι της Ρούμελης, της Πελοποννήσου και του Αιγαίου φαντάζουν ως απόγονοι των αρχαίων Αθηναίων και Λακεδαιμονίων. 
Όταν ιδρύεται το ελληνικό Κράτος, η συγκρότησή του ανατίθεται σε τρεις συμβούλους του φιλέλληνα βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου, τους αντιβασιλείς, οι οποίοι, μεταξύ άλλων, καθορίζουν τη γλώσσα που διδάσκεται στα σχολεία και μεταφέρουν την αντίληψή τους για «ανάσταση της κλασικής αρχαιότητας» στα εγχειρίδια της Ιστορίας, μέσω των οποίων έμελλε να πλαστεί, όπως σε κάθε άλλο έθνος, η ελληνική εθνική συνείδηση. Άποψη που κωδικοποιήθηκε αρκετές δεκαετίες αργότερα, με την έκδοση της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, του Κ. Παπαρηγόπουλου, και η οποία συνεχίζει να διδάσκεται στα σχολεία ακόμα και σήμερα.  
Άφησα για το τέλος τα δυο κορυφαία ταμπού της ιστοριογραφίας της εξέγερσης του 1821.
Το πρώτο είναι οι σφαγές σε βάρος Μουσουλμάνων και Εβραίων στην Πελοπόννησο και τη Ρούμελη. Η εθνική μας αφήγηση, ρίχνει πέπλο σιωπής στις σφαγές των Εβραίων και δικαιολογεί τις σφαγές των Τούρκων (όπως αποκαλεί τους Μουσουλμάνους). Οι επιθέσεις των οποίων έγινε στόχος πριν τρία χρόνια η τηλεόραση του ΣΚΑΪ, επειδή έδωσε στις σφαγές αυτές το χρόνο που τους αναλογούσε στο αφιέρωμά της στα «180 χρόνια από την επανάσταση του 1821» είναι ενδεικτικές. Βεβαίως ιστορικές εξηγήσεις υπάρχουν. Οι μεν Μουσουλμάνοι, ακόμα κι αν ήταν πιο φτωχοί από τους Χριστιανούς γείτονές τους, είχαν γίνει στα μάτια των εξεγερμένων οι αποδιοπομπαίοι τράγοι μιας άδικης και διεφθαρμένης εξουσίας. Κι οι Εβραίοι, σαν να μην έφτανε η σε βάρος τους προπαγάνδα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, είχαν την ατυχία να είναι ομόθρησκοι των περισσότερων φοροεισπρακτόρων. Άλλο αυτό όμως κι άλλο άρνηση να έρθουμε πρόσωπο με πρόσωπο με την Ιστορία μας ή, έστω, με πτυχές της.
Το δεύτερο είναι ο ρόλος της ναυμαχίας του Ναυαρίνου στην ίδρυση του ελληνικού Κράτους. Μια ναυμαχία για την οποία η ιστοριογραφία έχει καταδείξει πως ήταν αποτέλεσμα τυχαίων γεγονότων. Η οποία όμως απέτρεψε την ολοκληρωτική καταστολή της εξέγερσης. Το ελληνικό Κράτος δεν είναι προϊόν του ηρωισμού των εξεγερμένων οπλαρχηγών, οι οποίοι ήταν ανήμποροι να αντιμετωπίσουν τα οργανωμένα οθωμανικά στρατεύματα κι ετοιμάζονταν να ξαναγίνουν οι «κλέφτες». Ήταν αποτέλεσμα μιας ναυμαχίας που μείωσε δραματικά την επιχειρησιακή ικανότητα των οθωμανικών δυνάμεων (ο στρατός είχε μείνει άθικτος, μόνο ο στόλος καταστράφηκε) και της απόφασης των ευρωπαϊκών Κρατών να ακρωτηριάσουν, για δικούς τους λόγους, την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Όπως ακριβώς, και για εξ ίσου δυσεξήγητους λόγους, συνέβη 170 χρόνια αργότερα με το Κόσοβο.

Γιάννης Χρυσοβέργης
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: