Μέσα στον ορυμαγδό των οργίλων αντιδράσεων, που ακολούθησαν τις δηλώσεις της γενικής διευθύντριας του ΔΝΤ στη βρετανική εφημερίδα GUARDIAN περί Ελλάδος και Νίγηρα, ένα μόνο πράγμα δεν ειπώθηκε: ότι τα παιδιά του Νίγηρα έχουν ανάγκη από μια ευκαιρία για να ζήσουν και σίγουρα όχι από τη συμπάθεια της, αποτυχημένης ως υπουργού του Νικολά Σαρκοζύ, κυρίας Lagarde.
Γιατί, σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα, μάλλον πικρές αλήθειες είπε, αν και εν μέρει μόνο είχε δίκιο.
Η Christine Lagarde είπε πικρές αλήθειες γιατί το 2004, ο Κώστας Καραμανλής κέρδισε τις εκλογές υποσχόμενος να καταργήσει το ΣΔΟΕ και το ΑΣΕΠ. Και πήρε ένα από τα υψηλότερα ποσοστά που έχει πετύχει ποτέ το κόμμα του μεταπολιτευτικά, 45,48%.
Κι επειδή τήρησε τις υποσχέσεις του επανεξελέγη το 2007. Για να καταρρεύσει η κυβέρνησή του δυο χρόνια αργότερα, έχοντας όμως αυξήσει, σε πέντε χρόνια, το δημόσιο χρέος κατα 120 δισεκατομμμύρια ευρώ και τους δημόσιους υπαλλήλους κατά 120.000, μέσω των γαλάζιων συνεντεύξεων.
Η Christine Lagarde είπε πικρές αλήθειες γιατί επί δυο ολόκληρα χρόνια η κυβέρνηση Παπανδρέου δεν έκανε τίποτα απολύτως για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και, της δίδυμης αδελφής της, της εισφοροδιαφυγής.
Την ίδια στιγμή μείωσε κατ' επανάληψη μισθούς και συντάξεις κι αύξησε κατ' επανάληψη το ΦΠΑ, στραγγαλίζοντας την αγορά. Επίσης αύξησε εξωφρενικά τους φόρους που πληρώνουν αυτοί που δεν μπορούν να φοροδιαφύγουν. Το αποτέλεσμα ήταν ο υπερδιπλασιασμός των ανέργων, 400.000 άνθρωποι απλήρωτοι επί μήνες, εκατοντάδες χιλιάδες υποαπασχολούμενοι ενάντια στη θέλησή τους, πολλές χιλιάδες ελεύθερων επαγγελματιών με μηδενικό πραγματικό εισόδημα.
Η Christine Lagarde είπε πικρές αλήθειες γιατί η κυβέρνηση Παπαδήμου, την ίδια στιγμή που μείωνε κι αυτή μισθούς και συντάξεις, στερούσε από το δημόσιο ταμείο πολύτιμα έσοδα μεταφέροντας τρεις μήνες μετά την υποβολή των φορολογικών δηλώσεων.
Με αποτέλεσμα, είτε υπάρξει είτε δεν υπάρξει κυβέρνηση από τις κάλπες της 17ης Ιουνίου, να είναι αμφίβολο αν τον Ιούλιο το Δημόσιο θα είναι σε θέση να πληρώσει μισθούς και συντάξεις.
Είναι καιρός να καταλάβουν όλοι οι πολιτικοί σχηματισμοί που μάχονται για κοινωνική δικαιοσύνη, και ιδίως ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΔΗΜΑΡ που αργά ή γρήγορα θα κληθούν - εφ' όσον βέβαια επιβιώσει το κοινοβουλερυτικό σύστημα - να αναλάβουν κυβερνητικές ευθύνες ότι δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνική δικαιοσύνη χωρίς αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και της εισοφροδιαφυγής.
Και για να τις αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά πρέπει να πάψουν να πιπιλάνε την καραμέλα της φοροδιαφυγής του μεγάλου κεφαλαίου και να δουν το ζήτημα στην πραγματική του διάσταση. Και φυσικά να ενοχλήσουν ένα μέρος της εκλογικής τους πελατείας.
Γιατί είναι άλλο πράγμα η αδικαιολόγητα χαμηλή φορολόγηση των διανεμομένων κερδών των επιχειρήσεων, πράγμα που συμβαίνει στην Ελλάδα, και άλλο πράγμα η φοροδιαφυγή. Το πρώτο είναι ανήθικο μεν, νόμιμο δε. Το δεύτερο εκτός από ανήθικο είναι και παράνομο. Κι η διαφορά αυτή είναι ουσιώδης.
Στη φοροδιαφυγή προσφέυγουν κυρίως, σε διαφορετικούς βαθμούς ανάλογα με τις συνθήκες, μικρές και μεσαίες εμπορικές επιχειρήσεις και μικροί και μεγάλοι ελεύθεροι επαγγελματίες. Και βέβαια πρωταθλητές της είναι τα κυκλώματα της παράλληλης οικονομίας και των κάθε λογής λαθρεμπορίων.
Για την αντιμετώπισή της χρειάζονται τρια πράγματα. Συστηματικοί έλεγχοι στη διακίνηση αγαθών και υπηρεσιών, αλλαγή στη σχετική νομοθεσία ώστε οι όποιες δικαστικές προσφυγές κατά των αποφάσεων των ελεγκτών να τελεσιδικούν γρήγορα, αλλαγές στο σύστημα είσπραξης των προστίμων ώστε να ελαχιστοποιηθεί η συναλλαγή φοροφυγάδων με τους δημόσιους λειτουργούς.
Όλα αυτά απουσιάζουν από τα προγράμματα των κομμάτων της Αριστεράς γεννώντας εύλογες αμφιβολίες για το αν πράγματι είναι διατεθειμένα να συγκρουστούν με την πλειάδα των μικρών και μεγάλων συμφερόντων που συνιστούν το τέρας της φοροδιαφυγής.
Εδώ όμως τελειώνουν τα δίκια της κυρίας Lagarde. Γιατί το ΔΝΤ του οποίου προΐσταται, μολονότι είναι ο μοναδικός από τους τρεις οργανισμούς της Τρόικα που έχει αναφερθεί στη φοροδιαφυγή, έχει δείξει πολύ περισσότερη ζέση στην επιμονή του για μειώσεις μισθών, συντάξεων και φορολογίας επιχειρήσεων, αποκρατικοποιήσεις όσο-όσο και απελευθέρωση απολύσεων, παρά για τη μείωση της γραφειοκρατίας ή της φορδιαφυγής.
Γιάννης Χρυσοβέργης