Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010

ΟΙ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΙ ΒΡΥΚΟΛΑΚΙΑΖΟΥΝ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ


Εν μέσω οικονομικής κρίσης και με τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα να επιβάλλουν βίαια περιοριστικές οικονομικές πολιτικές αδιαφορώντας για την απουσία αναπτυξιακής προοπτικής, όλο και περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θέλγονται από τις σειρήνες του εθνικισμού. Η πρόσφατη απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης σχετικά με τη νομιμότητα της μονομερούς ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου άνοιξε πολλές ορέξεις στην Ευρώπη.

Η πρώτη αντίδραση στην απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου ήρθε από τον Αντιπρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Λάζλο Τεκέζ (Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα), γνωστού από τη, μάλλον αθέλητη, συμβολή του στην ανατροπή του Τσαουσέσκου, όταν η απομάκρυνσή του από την ενορία του προκάλεσε τις πρώτες μαζικές βίαιες διαδηλώσεις κατά του καθεστώτος στην Τιμισοάρα. Ο οποίος έσπευσε να ζητήσει την άμεση απόσχιση της Τρανσυλβανίας, όπου πλειοψηφεί ο ουγγρικής καταγωγής πληθυσμός, από τη Ρουμανία. Προκαλώντας την έκδηλη ικανοποίηση του Ούγγρου πρωθυπουργού Βίκτορ Ορμπάν (το κόμμα του οποίου επίσης είναι μέλος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος).
Ο τελευταίος, αφού κέρδισε, στις εκλογές του περασμένου Απριλίου, πλειοψηφία 2/3 στη Βουλή, εφαρμόζει σκληρή αλυτρωτική πολιτική προς όλες ανεξαιρέτως τις όμορες χώρες (Σλοβακία, Ουκρανία, Ρουμανία, Σερβία, Σλοβενία, Αυστρία) με την υποστήριξη της φασιστικής αντιπολίτευσης.
Σε ανάλογο μήκος κύματος κινείται και η ρουμανική κυβέρνηση, που διεκδικεί την προσάρτηση της Μολδαβίας. Κι αν η κίνηση αυτή έχει την υποστήριξη των μισών σχεδόν Μολδαβών, οι οποίοι δηλώνουν Ρουμάνοι και έχουν ζητήσει τη ρουμανική ιθαγένεια, καμιά λογική δεν υπάρχει στις εδαφικές διεκδικήσεις προς την Ουκρανία. Η τελευταία, έχει την αμέριστη υποστήριξη της Ρωσίας, που βλέπει στις ρουμανικές διεκδικήσεις μια οργανωμένη προσπάθεια καταγγελίας της Συνθήκης της Γιάλτας.
Πριν μερικούς μόλις μήνες η Σλοβενία απείλησε με βέτο την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Κροατία, με αφορμή μια ασήμαντη διαφορά οριοθέτησης της μεταξύ των χωρών μεθορίου.
Όλα αυτά έρχονται να προστεθούν στο χάσμα που ολοένα βαθαίνει μεταξύ Βαλόνων και Φλαμανδών στο Βέλγιο, αλλά και στην όξυνση του γερμανικού και του ολλανδικού εθνικισμού, που εκφράζονται, ο μεν πρώτος μέσω του συνθήματος «δε θα πληρώνουν οι Γερμανοί για τους τεμπέληδες του Νότου», ο δε δεύτερος μέσω μιας ακραίας αντιισλαμικής υστερίας. Και βέβαια στον ολοένα ενισχυόμενο πολιτικά και πολιτισμικά καταλανικό εθνικισμό στην Ισπανία - οι επιγραφές στην ισπανική γλώσσα στα δημόσια κτίρια της Βαρκελώνης υπάρχουν ως τρίτη γλώσσα μετά τα καταλανικά και τα αγγλικά - για να μην αναφερθούμε στη Χώρα των Βάσκων και στην Κορσική.
Η πιο ακραία και η πιο εκκεντρική διεκδίκηση είναι αναμφισβήτητα αυτή της ακροδεξιάς Ένωσης Δημοκρατικού Κέντρου της Ελβετίας (29% στις βουλευτικές εκλογές του 2007) που διεκδικεί τη Βάδη -Βυτεμβέργη από τη Γερμανία, την Αλσατία, τη Σαβοΐα, τη Ζυρά και το Αιν από τη Γαλλία, την Αόστα, το Κόμο, το Βαρέζε και το Μπολτζάνο από την Ιταλία και το Βόραρλμπεργκ από την Αυστρία. Η ελβετική κυβέρνηση αρνήθηκε να προβεί στο παραμικρό σχόλιο, ενώ στις ενδιαφερόμενες πρεσβείες η διεκδίκηση προκάλεσε θυμηδία. Όμως τα γέλια πάγωσαν όταν δημοσιεύτηκε δημοσκόπηση στη δεξιά εβδομαδιαία εφημερίδα της Ζυρίχης Die Weltwoche, σύμφωνα με την οποία των 63% των κατοίκων των εν λόγω περιοχών είναι υπέρ της ένταξής τους στην Ελβετία.
Η κάθε μια από τις παραπάνω καταστάσεις φαντάζει - και είναι - γελοία. Δυστυχώς όμως δεν είναι για γέλια. Το ότι όλες αυτές οι επικίονδυνες πρωτοβουλίες λαμβάνονται από κόμματα - μέλη του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος δεν είναι τυχαίο. Αποδεικνύει την αβάσταχτη κι επικίνδυνη ελαφρομυαλιά των επιγόνων του Αντενάουερ, του Ντε Γκάσπερι, του Ντε Γκωλ. Αλλά και την ανυπαρξία ενός συνεκτικού σοσιαλδημοκρατικού και αριστερού πολιτικού αντιλόγου.
Κι ενώ η ευρωπαϊκή πολιτική καθημερινότητα διολισθαίνει ανεπαισθήτως προς το σκηνικό που επικρατούσε στη Γηραιά Ήπειρο κατά τις παραμονές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα επαίρονται για «την υγεία του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα».

Γιάννης Χρυσοβέργης

Δεν υπάρχουν σχόλια: