Κυριακή 23 Μαΐου 2010

Περί επιμόρφωσης, πιστοποίησης και δια βίου εκπαίδευσης

Με αφορμή τα κείμενα του Γιάννη και των εκπαιδευτικών από τα Χανιά για τη δια βίου εκπαίδευση, αναρτώ κάποιες σκέψεις που είχα διατυπώσει πριν από τέσσερα χρόνια σε μια συζήτηση που είχαν οργανώσει οι φοιτητές στο κατειλημμένο, τότε, Γεωλογικό Τμήμα. Το ακροατήριο ήταν λιγοστό και αποτελούνταν από δυο κνίτες, δυο πασπίτες και μερικούς από τη Συσπείρωση που τότε είχαν πάρει την πρωτοβουλία της κατάληψης και είχαν πρόσκαιρα ανατρέψει κάποιες παγιωμένες ισορροπίες μέσα στο Τμήμα. Ήμουν ο μοναδικός από τους διδάσκοντες που είχα ανταποκριθεί στην πρόσκλησή τους να μιλήσω και κάπως έτσι ανέπτυξα για κάποιο διάστημα μια επικοινωνία με μια μερίδα φοιτητών που μου φαινόταν ότι είχαν να πουν κάτι. Αλλά ας προχωρήσουμε στο ξετύλιγμα των σκέψεών μου, έτσι όπως τις επαναφέρω στη μνήμη μου τώρα, τέσσερα χρόνια μετά...

Σε ένα παλιό τεύχος του περιοδικού Geophysics, δεκαετίας του’30, διάβασα ένα ενδιαφέρον άρθρο για το τί γνώσεις ζητούσαν τότε οι βορειοαμερικάνικες γεωφυσικές εταιρίες από τους υποψήφιους για πρόσληψη. Ο συγγραφέας τόνιζε ότι το σημαντικό για το νέο γεωφυσικό είναι να έχει αποκτήσει, κατά τη διάρκεια των σπουδών του, ένα στέρεο υπόβαθρο στη φυσική, στα μαθηματικά και στη γεωλογία. Και ότι το πώς θα χειριστεί ένα όργανο μέτρησης ή πώς θα εφαρμόσει μια τεχνολογία επεξεργασίας δεδομένων, θα το μάθει κατά τη διάρκεια της δουλειάς του στο φορέα όπου θα προσληφθεί.
Εύλογες σκέψεις, που θα μπορούσαν να είναι αποδεκτές και σήμερα. Για να δούμε όμως τί συμβαίνει στην πράξη. Πριν από λίγο καιρό συζητούσα με μια μεταπτυχιακή φοιτήτρια που είχε σπουδάσει μηχανικός περιβάλλοντος στην Αγγλία και κάποια στιγμή μου έκανε μνεία για μαθηματική μοντελοποίηση περιβαλλοντικών μεταβολών. Όταν τη ρώτησα τί μαθηματικά είχε διδαχθεί στα πλαίσια αυτού του αντικειμένου, μου απάντησε ότι το μόνο που είχε μάθει ήταν ο χειρισμός ενός λογισμικού για αυτοματοποιημένους υπολογισμούς και επεξεργασίες δεδομένων. Σαν να λέμε ότι μετά από εβδομήντα χρόνια πήγαμε από την καλλιέργεια της γνώσης στη διαχείριση έτοιμης τεχνολογίας.
Εν Ελλάδι τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Πριν από λίγα χρόνια, όταν αναμορφώναμε το πρόγραμμα σπουδών στο γεωλογικό, ο εκπρόσωπος μιας ισχυρής φοιτητικής παράταξης μας ζητούσε να διδάξουμε στους φοιτητές τα πακέτα λογισμικού πάνω στα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών «που ζητούν οι εταιρίες». Στη λογική αυτή, η επιστημονική προσέγγιση των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών, καθώς και άλλων μαθηματικοποιημένων και ποσοτικοποιημένων κλάδων των γεωεπιστημών, καταντά να αντιμετωπίζεται ως μια περιττή ενασχόληση. Και το αποτέλεσμα τέτοιων νοοτροπιών είναι να βγαίνουν πτυχιούχοι που να μην είναι σε θέση να διαβάσουν μια επιστημονική εργασία, καθώς αδυνατούν να κατανοήσουν τα «ιερογλυφικά» της μαθηματικής προσέγγισης που συχνά υιοθετείται στη μελέτη προβλημάτων των γεωεπιστημών.
Είναι φανερό το πού πάει το πράγμα. Από την αναζήτηση της στέρεης επιστημονικής γνώσης, πολλοί νέοι άνθρωποι αναζητούν την επιμόρφωση σε τεχνολογίες της μοδός, μέσα από ταχύρρυθμα σεμινάρια, το κόστος των οποίων συχνά καλείται να πληρώσει ο ίδιος ο εκπαιδευόμενος. Και η φιγούρα του επιστήμονα με την πνευματική καλλιέργεια, την πρωτότυπη σκέψη και τη στέρεη γνώση του αντικειμένου του, αντικαθίσταται από τον «ειδικευμένο ηλίθιο» – για να δανειστώ έναν όρο από τον αείμνηστο Ρούντυ Ντούτσκε – που αναζητά την αποσπασματική και πιστοποιημένη γνώση, μήπως και μπορέσει να απορροφηθεί κάπου επαγγελματικά. Διότι αυτό είναι που συχνά ζητάει η περιβόητη «αγορά εργασίας»: υπαλλήλους ήδη εξειδικευμένους σε μια τεχνολογία περιστασιακού ενδιαφέροντος, οι οποίοι θα προσφέρουν τις υπηρεσίες τους για όσο ενδιαφέρεται η επιχείρηση και μετά θα πάρουν δρόμο και θα αναζητήσουν την τύχη τους εκεί όπου υπάρχει μεροκάματο, αφού ξανά «επιμορφωθούν» σε ένα άλλο αντικείμενο που συγκυριακά θα παρέχει προοπτικές απασχόλησης.
Καμιά αντίρρηση, είναι μεγάλη υπόθεση η δια βίου εκπαίδευση και η διαρκής ενημέρωση του επιστήμονα σε θέματα αιχμής. Όμως αυτά που περιγράψαμε παραπάνω, πολύ λίγη σχέση έχουν με την επιστημονική κατάρτιση και με την αναζήτηση της γνώσης. Και στο σημείο αυτό τίθεται το ερώτημα: ποιά θα πρέπει να είναι η στάση του Πανεπιστημίου απέναντι σε αυτήν την κατάσταση; Η γνώμη μου είναι ότι ναι μεν θα πρέπει να φέρουμε τους φοιτητές σε επαφή με τις νέες τεχνολογίες και να τους δώσουμε ερεθίσματα για μια επαγγελματική προοπτική, όμως θα πρέπει επίσης να καλλιεργήσουμε την επιστημονική σκέψη, να τη μεταδώσουμε όσο μπορούμε στους νέους ανθρώπους και, πάνω απ’όλα, να υπερασπιστούμε το αναγεννησιακό πρότυπο του πολυμερούς ανθρώπου, που τόσο δοκιμάζεται στις μέρες μας.

Το αντικείμενο της εκδήλωσης των φοιτητών ήταν οι επαγγελματικές προοπτικές των γεωλόγων. Δεν θα πρέπει να τους φώτισα ιδιαίτερα με αυτά που τους είπα. Ωστόσο οι δυο ΝΑΡίτες συνδικαλιστές, που εργάζονταν στο χώρο των γεωλόγων και γεωτεχνικών και που μίλησαν μετά από μένα, φάνηκε να συμμερίζονται τις βασικές επισημάνσεις μου. Τέσσερα χρόνια μετά, κάποιοι από τους φοιτητές που διοργάνωσαν αυτή τη συζήτηση έχουν εγκαταλείψει το Γεωλογικό και σπουδάζουν Ιστορία και Φιλοσοφία των Επιστημών. Θαρρώ πως καλά έκαναν...

Γιώργος Αιμ. Σκιάνης

1 σχόλιο:

Άτακτος Λόγος είπε...

Γιώργο νομίζω ότι μπήκες στην καρδιά του προβλήματος.
Πράγματι, στα ογδόντα χρόνια που πέρασαν από τη δεκαετία του '30, εκείνο που έγινε ήταν η απίστευτη υποβάθμιση της ποιότητας της πανεπιστημιακής παιδείας, ενδεχομένως δε και της εκπαίδευσης συνολικά.
Ήδη από την εποχή που είμασταν πρωτοετείς φοιτητές - σε εμένα που φοιτούσα σε μια αποκλειστικά τεχνικής φύσης σχολή αυτό ήταν ακόμα πιο ακραίο - διάχυτη ήταν η τάση στο ελληνικό πανεπιστήμιο - και απ' όσο φαίνεται όχι μόνο σε αυτό - για μετατόπιση του στόχου της εκπαίδευσης στην παραγωγή «ειδικευμένων ηλιθίων».
Συμμερίζομαι απόλυτα τη θέση σου για το είδος του Πανεπιστημίου - αλλά και της Παιδείας γενικότερα - που πρέπει να υπερασπιστούμε.
Εκατόν πέντε χρόνια μετά από το Συνέδριο για την Παιδεία, που είχε διοργανώσει το 1904 ο Σύλλογος προς Διάδωσιν Ωφελίμων Βιβλίων (ΣΔΩΒ) - υπήρχε ακόμα πριν απο δεκατρία χρόνια - η διεκδίκηση παιδείας που θα προάγει την κριτική σκέψη του μαθητή παραμένει ζητούμενο.
Αυτά ως προς την παιδεία που πρέπει να διεκδικήσουμε.
Το επόμενο ερώτημα αφορά στην αναγκαιότητα απόκτησης γνώσεων εξειδικευμένων τεχνολογικών εργαλείων, τα οποία διευκολύνουν τη δουλειά μας. Επειδή ακριβώς δουλειά του σχολείου και του Πανεπιστήμιου ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ να εκπαιδεύει τους μαθητές - φοιτητές σε εξειδικευμένα εργαλεία, αλλά να τους παρέχει παιδεία, νομίζω ότι η απόκτηση γνώσεων επί των εξειδικευμένων αυτών εργαλείων είναι προσωπική υπόθεση και υποχρέωση του καθενός. Και σε αυτό έγκειται και μία από τις διαφωνίες μου με τους εκπαιδευτικούς των Χανίων. Τα εργαλεία αυτά έρχονται και παρέρχονται, ανάλογα με τις τεχνολογικές και επιστημονικές εξελίξεις. κι ο καθένας στον κλάδο του πρεπει να γνωρίζει να τα χρησιμοποιεί.
Και εδώ ερχόμαστε σε ένα τρίτο ερώτημα που επίσης είναι του συρμού εδώ και δυο δεκαετίες. Στην περιβόητη «σύνδεση πανεπιστημίου - αγοράς εργασίας » ή «πανεπιστημίου - παραγωγής » αναλόγως των προτιμήσεων του εκάστοτε βαρύγδουπου εκπροσώπου επιμελητηρίου, πανεπιστημιακού, φοιτητοπατέρα ή δημοσιογράφου που την επικαλείται. Και η οποία υποκρύπτει την προσπάθεια της αγοράς να φορτώσει στο Πανεπιστήμιο την εκπαίδευση των μελλοντικών εργαζόμενων σε επαγγελματικά εργαλεία του συρμού, με αβέβαιο μέλλον, καθώς σύντομα μια νέα τεχνολογική ανακάλυψη θα τα θέσει εκτός συναγωνισμού. Και σε αυτή την πολιτική απάτη, που επιδιώκει την υποβάθμιση του Πανεπιστημίου σε τεχνική και επαγγελματική σχολή η πάντησή μας πρέπει να είναι ΟΧΙ.

Γιάννης Χρυσοβέργης